Η Αφροδίτη η Ομηλισία / Ομιλησία






Η μαθήτρια της Α’ τάξης του Β’ Αρσακείου Λυκείου Ψυχικού Μαρία-Ολβιανή Ρήγου άντλησε έμπνευση από τους πίνακες των αδελφών Παύλου σχετικά με τον Γαλλικό Φιλελληνισμό και, πιο συγκεκριμένα, από τον πίνακα που παρουσιάζει την Αφροδίτη της Μήλου και από τον πίνακα που εικονίζει αφαιρετικά δύο μορφές αδελφωμένες (ελληνική και γαλλική) να ακουμπούν τις παλάμες τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ωραιότατο διήγημα στο τίτλο του οποίου η μαθήτρια κάνει λογοπαίγνιο με το όνομα «Μήλος» (από όπου προέρχεται το άγαλμα) και με το ρήμα «ομιλώ» (επειδή το άγαλμα μιλά στο διήγημα), αποκαλώντας τελικώς την Αφροδίτη «Ομηλισία/Ομιλησία». Απολαύστε το κείμενο της μαθήτριάς μας.





«Η Αφροδίτη Ομηλισία / Ομιλησία»


Το αμπάρι έβγαζε πάντα τους δικούς του ήχους. Συστολές-διαστολές των λαμαρινών, τριξίματα… Βρισκόταν εκεί κάτω γύρω στο μισάωρο και μη έχοντας τι άλλο να κάνει κινούνταν πέρα-δώθε, πότε αυθαίρετα και πότε παιγνιωδώς συγχρονισμένος με τους ήχους του αμπαριού. Ο κύριος ντε Ριβιέρ τού είχε αναθέσει αυτό το πόστο και μάλιστα ως μία αποστολή που δεν θα την ανέθετε σε κάποιον λιγότερο φερέγγυο. Φοβότανε, έλεγε, να είναι αφύλαχτος ο θησαυρός. Μπορεί τίποτα περίεργοι ναύτες να πήγαιναν στο αμπάρι και να έβαζαν χέρι στο πολυτιμότατο αυτό φορτίο.

Και όντως η περιέργεια ήταν μεγάλη από όλο το πλήρωμα. Μέχρι και ο ίδιος, ο τόσο αξιόπιστος, που τον είχε χρίσει ο ντε Ριβιέρ φύλακα, έμπαινε στον πειρασμό να σηκώσει το ύφασμα που κάλυπτε τον θησαυρό. Βέβαια επιδείκνυε εγκράτεια, κυρίως γιατί ήταν σίγουρος πως πρόκειται για άχρωμα ιστορικά κειμήλια που δεν άξιζε για αυτά η παράβαση.

Ξαφνικά θυμήθηκε κάτι! Να πώς θα περνούσε τον χρόνο του! Έβγαλε από μία εσωτερική τσέπη του πανωφοριού του ένα διπλωμένο χαρτί και ένα πολυχρησιμοποιημένο μολύβι. Κάθισε σε ένα κιβώτιο που το είχε δοκιμάσει πως τον άντεχε. Το χαρτί ήταν ένα γράμμα, το οποίο είχε αρχίσει να συντάσσει τις προάλλες και σκόπευε τώρα να το ολοκληρώσει. Είχε γράψει τον μήνα (Φεβρουάριος), τις εισαγωγές και μέσα στο περιορισμένο φως του αμπαριού συνέχισε:

«… Από τον Ιανουάριο είμαι δόκιμος στο «Λέαινα». Έχουμε ξεκινήσει από τη Σμύρνη και ερχόμαστε στη Γαλλία. Είναι η τελευταία διαδρομή που κάνω με το «Λέαινα» μετά θα βρεθώ σε άλλο καράβι. Η Σμύρνη ήτανε μία ωραία πόλη, βέβαια μου φάνηκε λίγο μουντή, ίσως να έφταιγε και ο χειμώνας. Από εκεί μάς μεταφορτώθηκε ο θησαυρός που σου προανέφερα. Είχε φτάσει στη Σμύρνη με το πολεμικό πλοίο Estafette, το οποίο και τον είχε πάρει από ένα νησί που ονομάζεται Μήλος. Φαίνεται να έφερε πολλές αντάρες τούτο το φορτίο… Μαζί μας βρίσκεται και ο πρόξενος στην Υψηλή πύλη, ο ντε Ριβιέρ, ο οποίος θέλει να παραδώσει τον Μάρτιο τον θησαυρό στον Λουδοβίκο τον ΙΗ’. Τί θησαυρός είναι αυτός; Κανένας μας δεν ξέρει, αν και…»

Σταμάτησε το γράψιμο απότομα. Σαν να ακούστηκε κάποιος ψίθυρος. Σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε γύρω και δεν ήταν κανείς. Θα μπέρδεψα τον ήχο του μολυβιού μου με ψίθυρο ίσως, σκέφτηκε και συνέχισε να γράφει. Μα τώρα ξανακούστηκε ο ψίθυρος και τώρα ήταν ξεκάθαρο και τι έλεγε: «Σε αγαπημένη γράφεις;» Σηκώθηκε έντρομος. «Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε προς την σκάλα του αμπαριού. «Λάθος κοιτάς! Εγώ είμαι εδώ πίσω σκεπασμένη, δεν με βλέπεις, αλλά εγώ σε βλέπω… όλα μπορώ και τα βλέπω…» Αυτός δεν ήταν ούτε ο ήχος του μολυβιού, ούτε ο ήχος του αμπαριού. Γιατί κανένα από τα δύο δεν θα μπορούσε να βγάλει μία φωνή τόσο γλυκιά, τόσο απόκοσμη, αλλά και τόσο γυναικεία!

Ο ναυτικός τότε πλησίασε τον σκεπασμένο θησαυρό που δεν καταλάμβανε πάνω από τρία μέτρα ύψος και δύο μέτρα πλάτος, έτσι όπως πρόχειρα είχε υπολογίσει. Δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο πέρα από το ύφασμα και τα σκοινιά, τα οποία ήταν πολύ καλά δεμένα γύρω του. Η φωνή που φαινόταν ότι είχε καταλάβει τα τοιχώματα του αμπαριού και τον περικύκλωνε από παντού συνέχισε: «Έτσι μπράβο, πλησίασε κι άλλο… Πες μου, για την αγαπημένη σου ήταν το γράμμα;»

Τρεμάμενος αποκρίθηκε δίχως να αναρωτηθεί περισσότερο: «Ω…, όχι! Για τη μάνα μου!»

Ένα γέλιο αφάνταστης μελωδικότητας αντήχησε στις λαμαρίνες: «Δεν θα ήθελες όμως και μία ερωμένη; Ξέρεις θα σου δώσω την ωραιότερη, αν μου επιστρέψεις το μήλο μου, που το’ χω χάσει…»

«Ποιο, ποιο μήλο; Δεν ξέρω τι μου λες! Ποια είσαι;» τής απάντησε, καθώς δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, συνεπαρμένος από την σαγήνη την φωνής της.

«Αχαχα, θνητέ μόνο να’ ξερες πόσο μοιάζεις με τον Πάρη! Μα, η Αφροδίτη είμαι! Άλλη θεά να ήταν θα είχε παρεξηγήσει τον τρόπο σου… Αλλά εγώ έχω άλλη έννοια: είχα ένα μήλο και το έχασα, το θέλω, μπορείς να μού το βρεις;»

Ο δόκιμος πλησίασε το ύφασμα και το σήκωσε. Όσο τού επιτρεπόταν από το σφιχτό δέσιμο των σχοινιών, προσπάθησε να διακρίνει τι βρισκόταν εκεί. Αντίκρισε μάρμαρο και πιο συγκεκριμένα τη λεπτομέρεια ενός υφάσματος. Φάνηκε να τα έχασε και έτσι στα ξαφνικά έφυγε γρήγορα από το αμπάρι, κατατρομαγμένος, δίχως να πει τίποτα άλλο.

Φτάνοντας πάνω στο κατάστρωμα, προσπάθησε να πάρει δύο-τρεις βαθιές ανάσες. Κοίταξε την αντανάκλασή του σε ένα φινιστρίνι και άρχισε να δίνει στο πρόσωπό του μικρά και απότομα χαστούκια. «Δεν είναι λογικά πράγματα αυτά, Αλμπέρ! Δεν είναι λογικά! Καταραμένη ναυτία!»


----------


Ίσιωσε τη στολή του και χτύπησε την πόρτα της καμπίνας. Είχαν παραχωρήσει στον Ντε Ριβιέρ ό,τι καλύτερο υπήρχε σε καμπίνα στο «Λέαινα».

Μόλις άκουσε την απόκριση «Περάστε!», άνοιξε την πόρτα της καμπίνας και αντίκρισε τον Ντε Ριβιέρ να παλεύει με κάτι έγγραφα.

«Χαίρετε κύριε!»

«Ωωω γειά σου Αλμπέρ! Όπως βλέπεις, ασχολούμαι με διαδικαστικά…»

«Κουνάει λίγο! Να, κοιτάξτε!» και έδειξε την ελαφρώς ανταριασμένη θάλασσα από το φινιστρίνι. «Αν διαβάζεις και κουνάει, σε πιάνει ναυτία και δεν το συνειδητοποιείς από την αρχή… Ίσως να το αφήνατε για άλλη στιγμή.»

«Ίσως να έχετε δίκιο! Εσείς είστε της θάλασσας… Τα ξέρετε αυτά καλύτερα από εμένα. Όλα καλά με αυτό που σάς έχω αναθέσει;»

«Ναι, ναι όλα εντάξει! Για αυτό βέβαια ήθελα να σάς μιλήσω. Ήθελα να σάς ρωτήσω…», απομάκρυνε το βλέμμα του με μία αμηχανία, αλλά το επανέφερε «Ξέρετε, με έχετε βάλει να φυλάω κάτι που δεν ξέρω τι είναι και ένας καλός φύλακας πρέπει να ξέρει τι φυλάει...»

Ο Ντε Ριβιέρ άφησε ένα γελάκι.

«Αυτή η περιέργεια… Μεγάλο πάθος! Η επιμονή μου να μην στο αποκαλύπτω αυξάνει την καχυποψία σου. Οπότε δεν έχω λόγο να το κρύβω από εσένα. Για λόγους που σου έχω εξηγήσει δεν πρέπει να το πεις πουθενά.»

«Αν θεωρείτε πως θα το πω, με προσβάλλετε!»

«Ένα άγαλμα φυλάς, λοιπόν, Αλμπέρ! Αυτός ο θησαυρός, που σου είπα ότι πήραμε από τη Μήλο είναι ένα αρχαίο ελληνικό κειμήλιο. Είναι το άγαλμα της θεάς Αφροδίτης, της εκ των αφρών της θαλάσσης αναδυομένης, που γνώρισε στον κόσμο την ομορφιά.»

«Της εκ των αφρών της θαλάσσης αναδυομένης;»

«Ναι, ακριβώς! Για κοίτα» έδειξε από το φινιστρίνι το φεγγάρι που ανέτελλε «Έτσι όπως αναδύεται η σελήνη από τους αφρούς των κυμάτων κάθε μέρα, αλαβάστρινη και μεθυστική, έτσι είχε αναδυθεί και η Αφροδίτη, σύμφωνα με τους αρχαίους μύθους. Και το άγαλμα, 900 κιλά παριανό μάρμαρο, γεωμετρικά άψογο… Έκανε και αυτό την ανάδυσή του από τα χώματα της Μήλου και είδε το φως, αλλά και το φως είδε αυτό. Είθε τούτη η Αφροδίτη να μάθει στον κόσμο μας την ομορφιά!»

Μιλούσε με οίστρο και τα μάτια του φαίνονταν εκστασιασμένα. Όμως όταν είδε τον συνομιλητή του να στέκεται μαζεμένος απέναντί του, προσγειώθηκε: «Και ακριβώς για αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους το άγαλμα αυτό αποτελεί ίσως το σημαντικότερο φορτίο που ταξιδεύει στη Μεσόγειο αυτή τη στιγμή. Και εσύ σε βάρδιες με τον γραμματέα μου, τον Νικολά, το φυλάτε.»

«Ευχαριστώ πολύ, κύριε! Με καλύψατε. Επιτρέψτε μου να επιστρέψω στα υπόλοιπά μου καθήκοντα.»

«Ασφαλώς!»

Αλλά πριν βγει από την καμπίνα, γύρισε και τον ρώτησε δειλά:

«Μήπως η θεά αυτή της ομορφιάς, είχε κανένα…, κρατούσε κανένα μήλο;»

«Πού το ξέρεις εσύ αυτό;» απάντησε αναστατωμένος. «Δεν μπορούμε αυτό να το γνωρίζουμε! Μπορεί το ένα σπασμένο χέρι να κρατούσε μήλο. Αλλά αυτό βρίσκεται χαμένο κάπου στη Μήλο.»

«Εντάξει κύριε, εγώ ρώτησα μονάχα για την θεά, όχι για το άγαλμα.»

«Η θεά Αφροδίτη, ναι. Είχε ένα μήλο. Αυτό της Έριδος.» ηρέμησε ο Ντε Ριβιέρ και του εξήγησε εν τάχει την ιστορία με τον Πάρη και τις τρεις θεές.

Ο δόκιμος Αλμπέρ σε λίγα λεπτά, ανέβαινε τη σκάλα για το κατάστρωμα. Όταν ανέβηκε και το τελευταίο σκαλοπάτι, άγγιξε τη κουπαστή και κοίταξε ευθεία στον ορίζοντα.

Από τη μία πλευρά, η σελήνη στην ανατολή είχε αναδυθεί πλέον τελείως. «Σαν την αναδυόμενη Αφροδίτη…», τώρα καταλάβαινε την παρομοίωση που είχε κάνει ο Ντε Ριβιέρ.

Σε όλο το πλάτος η ανταριασμένη θάλασσα. Τού φαινόταν πως οι άνθρωποι μιμούνταν πολλές φορές τη θάλασσα. Πότε την βλέπουν ήρεμη και γαληνεύουν, πότε την βλέπουν ταραγμένη και γίνονται και αυτοί βίαιοι και σκληροί. Τα κύματα έμοιαζαν με καράβια και οι αφροί με εκρήξεις. Χιλιάδες κύματα ξεκινούν με φόρα, χτυπούν και σβήνουν, κάποια κατευθύνονται δίπλα-δίπλα και κάποια συγκρούονται. Η θαλασσοταραχή ήτανε στα μάτια του μία ναυμαχία.

Στην άλλη πλευρά του ορίζοντα, στη δύση ήταν ο ήλιος που όταν σουρουπώνει γίνεται ερυθρός. Έκανε ο αέρας στροβίλους και ο ήλιο, καθώς βυθιζόταν, φαινόταν πως αγκάλιαζε τα κύματα. Έτσι σχημάτιζαν δύο μορφές, δύο πνεύματα, αγκαλιασμένα. Σε κάθε σούρουπο έβλεπε αυτήν την ίδια εικόνα.

Κάτι γέλια στο βάθος του καταστρώματος τον έκαναν να ξυπνήσει. Ήταν τρεις ναύτες που περίμεναν να αλλάξουν βάρδια. Έπρεπε να επιστρέψει στις δουλειές του. Πέρασε μπροστά από τους τρεις ναύτες, αλλά τους αποδέσμευσε γρήγορα και αυτοί αφέθηκαν στην χαλαρότητα του να στηρίζονται στην κουπαστή.

«Κάποιος δόκιμος έχει ναυτία…» είπε ένας που είχε έντονο μεσόφρυδο

«Τι συμβαίνει; Όλο ναυτία έχει! Και σιγά το αεράκι. Τον είδατε πριν; Έγειρε στην κουπαστή. Έτοιμος ήταν να πετάξει το στομάχι του στη θάλασσα.», είπε ένας άλλος.

Πετάχτηκε και ο τρίτος: «Πάντως ό,τι και να λέτε εγώ το βρίσκω πολύ ύποπτο που δεν μάς λένε τι πολύτιμο φορτίο έχουμε στο αμπάρι μας. Και ακόμα πιο ύποπτο που δεν μάς αφήνουν να πλησιάσουμε εκεί και έχουν βάλει να το φυλάνε. Και ποιοι; Ο γραμματέας αυτού του πρέσβη και ο αναγουλιάρης, το “καλό παιδί”».

«Ακούστε κάτι,» είπε αυτός με το μεσόφρυδο και οι άλλοι δύο έσκυψαν κοντά του «Ο μάγειρας ο Βικτόρ, που το μαγειρείο του είναι ακριβώς κάτω από αυτό το αμπάρι, μού είπε πως ανέβηκε λίγο τη σκάλα και άκουσε από το αμπάρι φωνές. Τότε είχε βάρδια ο γραμματέας. Τι λέτε, να μιλούσε μόνος του; Αλλά πριν μού πείτε ότι μπορεί να μιλούσε με οποιονδήποτε, θα σάς πω ότι ο Βικτόρ άκουσε μία φωνή… γυναικεία!»

«Ααα καλά, ο Βικτόρ το έχει χάσει από το πολύ ανακάτεμα της σούπας… Μην ακούω βλακείες!»

«Αν δεν πιστεύετε τον Βικτόρ, πιστέψτε εμένα! Γιατί όταν με είχαν στείλει να πάρω ένα κιβώτιο από το διπλανό αμπάρι, νομίζω άκουσα και εγώ μία γυναικεία φωνή από δίπλα.»

Τότε ξαναπετάχτηκε ο καχύποπτος: «Σάς τα’ λεγα εγώ ότι κάτι δεν πάει καλά! Μπορεί να κρύβουν τίποτα ανθρώπους. Τίποτα γυναίκες, σκλάβες, τίποτα Οθωμανούς από την Σμύρνη… Ή μπορεί να είναι κάποιος πολύ σημαντικός Έλληνας που τον φέρνουν στη Γαλλία για να πάρουν τις αποφάσεις αυτές, ξέρετε… ακούγεται ότι θα ξεσπάσει επανάσταση στην Ελλάδα έναντι των Οθωμανών. Και μπορεί να τον φέρνουν με την οικογένειά του.»

«Εγώ προτείνω αύριο, όταν σκαντζάρουμε, να πάμε να κρυφακούσουμε στο αμπάρι.»

«Είστε τρελοί και οι δύο! Έτσι και μας πιάσουνε, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Προς τι η τόση περιέργεια; Γιατί τόσα σενάρια; Λες και αν παίζει τίποτα ύποπτο, θα μπορέσουμε να κάνουμε εμείς κάτι. Τι μας νοιάζει ρε τι κουβαλάν; Εμείς την δουλειά μας την κάνουμε. Δεν έχουμε δουλειά να μπλεχτούμε με διπλωματίες και με το τι θα γίνει στην Ελλάδα.»

«Σιγά μην μάς πιάσουν. Αλλά και να μάς πιάσουν θα πούμε ότι απλά περνούσαμε από εκεί. Δεν ξέρω αν εσύ φοβάσαι, αλλά εμείς οι δύο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως ακούγεται μία γυναικεία φωνή από το αμπάρι.» είπε αυτός με το μεσόφρυδο.

«Τα πράγματα είναι απλά: εμείς αύριο το απόγευμα, όταν θα σκαντζάρουμε, θα πάμε να κρυφακούσουμε, αν θες έλα!»


----------


Ο Αλμπέρ χαμογέλασε ευγενικά στον γραμματέα Νικολά και τού είπε: «Εντάξει αναλαμβάνω εγώ τώρα και συγγνώμη που άργησα λίγο.»

«Κανένα θέμα!» απάντησε ο αβρός γραμματέας. «Αλλάζουμε πάλι τα μεσάνυχτα και μετά στις 6, έτσι;»

«Νομίζω έτσι είναι.»

«Άντε καλή πλήξη! Τα λέμε!»

Ο Αλμπέρ γέλασε με την ειρωνεία και παρακολούθησε τον γραμματέα που έφυγε. Δεν έλεγαν και πολλά, αλλά είχαν καλή συνεργασία. Ποιος ξέρει; Αυτός είχε ακούσει ποτέ την φωνή που άκουσε και εκείνος; Ντρεπόταν να τον ρωτήσει. Πόσο τρελό θα ακουγόταν. Κοίταξε το κάλυμμα του θησαυρού, γνωρίζοντας τώρα πως ήταν ένα άγαλμα. Αφού πριν δεν ήξερε ότι πρόκειται για άγαλμα της Αφροδίτης, πώς θα μπορούσε αυτά να τα έχει βγάλει από το νου του; Δεν είχε τις γνώσεις για να φανταστεί τέτοια λόγια. Αγωνιούσε. Θα τού ξαναμιλούσε;

Πέρασαν δύο ώρες χωρίς να συμβεί τίποτα. Τελείωσε το γράμμα που είχε ξεκινήσει να γράφει. Ύστερα περιφερόταν μέσα στο αμπάρι, κοιτώντας διάφορα κιβώτια. Μετρούσε: «Ένα κιβώτιο, δύο κιβώτια, τρία και λογικά θα υπάρχει και ένα κρυμμένο από πίσω, για να στηρίζει το μπροστινό.» Ώσπου κάποια στιγμή, πάλι αυτή η γλυκιά φωνή:

«Πλήττεις Πάρη, εεε; Σε καταλαβαίνω. Φαντάσου εγώ πόσο έπληττα τόσα χρόνια κάτω από τη γη, ακίνητη, στο σκοτάδι.»

«Έμαθα… Έμαθα ποια είσαι!»

«Χαχαχα! Μα όλοι με ξέρουν, πώς γίνεται να μην ήξερες ποια είμαι;»

«Αφροδίτη, λυπάμαι που θα στο πω… Έχεις λησμονηθεί πλέον! Δεν σε λατρεύει κανείς πια όπως παλιά. Ο λαός που σε λάτρευε είναι πλέον πολύ αλλιώτικος, όπως και ο κόσμος.»

«Δεν μπορεί! Πόσο καιρό ήμουν πια θαμμένη; Εγώ τα βλέπω όλα ίδια. Η Μήλος δεν είχε αλλάξει καθόλου, η θάλασσα δεν έχει αλλάξει καθόλου, τα πλοία σας έχουν αλλάξει λίγο, αλλά όσους άνδρες είδα έχουν μείνει οι ίδιοι. Και ίδιες λογικά θα έχουν μείνει και οι γυναίκες. Και αν οι άνθρωποι έχετε μείνει οι ίδιοι, λογικά και ο έρωτας θα είναι ο ίδιος. Αν δεν έχετε ξεχάσει τον γιο μου, τότε δεν έχετε ξεχάσει ούτε εμένα.»

«Πολύ καιρό ήσουν θαμμένη, Αφροδίτη!». Επικράτησε σιωπή, ώσπου ο Αλμπέρ πρόσθεσε: «Έμαθα και για το μήλο σου. Είναι στην Μήλο, όπως και το χέρι σου.»

«Και γιατί με πήρατε από την Μήλο; Πού με πηγαίνεις Πάρη, στην Τροία; Μα, χαζέ εγώ δεν είμαι σαν την ωραία Ελένη, είμαι θεά. Βρίσκομαι παντού. Δεν έχω ύλη και δεν μετακινούμαι.»

«Και το μάρμαρο αυτό τι είναι;»

«Μονάχα μία μορφή μου. Αλλά δεν επιθυμώ η μορφή μου τούτη να είναι ημιτελής. Θέλω τα χέρια μου και το μήλο μου. Πρέπει να με επιστρέψετε στη Μήλο.»

«Αφροδίτη, τα πράγματα στον τόπο σου έχουν αλλάξει πολύ. Δεν είναι όπως τα θυμάσαι. Δεν μπορούμε να σε επιστρέψουμε στην Μήλο. Η πατρίδα σου βρίσκεται σε μία πολύ περίεργη περίοδο.»

«Τι εννοείς περίεργη περίοδο; Δεν πρέπει να μιλάς με τέτοια πεζά λόγια για την πατρίδα μου!»

«Προς Θεού! Ποτέ! Πώς αλλιώς όμως να στο πω;» πλησίασε το φινιστρίνι και ήτανε και πάλι σούρουπο και ανέτελλε το φεγγάρι. «Να, κοίτα! Το φεγγάρι αναδύεται όπως είχες αναδυθεί και εσύ κάποτε. Και έτσι πρέπει να αναδυθεί και η ελευθερία της πατρίδας σου.»

«Η ελευθερία βρίσκεται μέσα στη θάλασσα; Ποιος την έπνιξε; Οι Πέρσες;»

«Οι Πέρσες δεν βρίσκονται πια εκεί. Βλέπεις, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν υπάρχει πλέον αρχαία Ελλάδα. Αλλά η ελευθερία όντως βρίσκεται μέσα στη θάλασσα.»

Και τότε ακούστηκε ένα εκκωφαντικό, σαν ουρλιαχτό, σαν σπάσιμο γυαλιού, κλάμα από την Αφροδίτη. Ο Αλμπέρτ κατέρρευσε κλείνοντας τα αφτιά του. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τους τρεις ναύτες που κρυφάκουγαν από τη σκάλα του αμπαριού. Ο ήχος ακούστηκε σε όλο το πλοίο και δεν άφησε κανέναν ήρεμο.


----------


Οι αξιωματικοί του πλοίου απέδωσαν τον ήχο σε ασήμαντη των σκαριών βλάβη, για να καθησυχάσουν τους ναύτες. Βέβαια οι ίδιοι πολύ αμφέβαλλαν, και κυρίως οι πιο έμπειροι που γνώριζαν πως ένα σκαρί δεν θα μπορούσε ποτέ να προκαλέσει έναν τέτοιον ήχο. Ερευνούσαν το θέμα, ξεψειρίζοντας το αμπάρι, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν τίποτα. Ο Ντε Ριβιέρ βρισκόταν μαζί τους, όντας πολύ αναστατωμένος που το επεισόδιο αυτό είχε σχέση με τον θησαυρό. Μαζί βρίσκονταν επίσης ο Αλμπέρ και ο γραμματέας Νικολά σε ιδιαιτέρως δύσκολη θέση.

«Μα, Αλμπέρ! Εδώ ήσουν!» του έλεγαν και του ξαναέλεγαν «Δεν μπορεί να μην κατάλαβες κάτι περισσότερο από εμάς!»

«Σας λέω: έπεσα κάτω από τον εκκωφαντικό ήχο και τίποτα άλλο δεν ξέρω!»

Και ο Νικολά: «Τι να σάς πω, ούτε και εγώ παρατήρησα κάτι παράξενο όταν έκανα τη βάρδια.»

«Προσεχτικά, προσεχτικά!» επαναλάμβανε ταραγμένος ο Ντε Ριβιέρ «μη χτυπήσετε τον θησαυρό έτσι όπως πάτε και ψάχνετε!»

Ο Νικολά κοιτούσε τον Αλμπέρ με ένα βλέμμα φοβισμένο κάθε φορά, που αρνούνταν πως γνώριζε κάτι. Ο Αλμπέρ πάλι δεν ήθελε να προδίνει τίποτα με το βλέμμα του, όμως ήθελε να ρωτήσει τον Νικολά αν είχε ακούσει τη φωνή. Ώσπου κάποια στιγμή κατάφεραν να φύγουν από το αμπάρι και να πάνε στο κατάστρωμα.

«Πρέπει να σού πω: Μήπως έχεις ακούσει και εσύ τη φωνή;»

«Ωωω κατάρα ναι, αυτό ήθελα να σού πω και εγώ! Ναι, την έχω ακούσει αρκετές φορές. Νόμιζα πως είχα τρελαθεί.»

«Και εγώ την έχω ακούσει δύο φορές! Και χθες, αυτός ο ήχος, ήταν το κλάμα της! Πώς να τους το πούμε όμως;!»

«Πώς γίνεται; Πρόκειται για κάποια θεότητα, για κάποιο στοιχειό;» είπε ο Νικολά με μάτια έντρομα.

«Να σού πω, εγώ δεν τη φοβάμαι! Πιο πολύ σαν άνθρωπος ακούγεται.»

«Δυστυχία μας! Πρέπει να πείσουμε τους εαυτούς μας πως εκεί δεν βρίσκεται τίποτα παραπάνω από 900 κιλά μαρμάρου.»

Μπορεί οι αξιωματικοί να νόμιζαν πως είχαν ηρεμήσει τους ναύτες, αλλά οι ναύτες κάθε άλλο παρά ήρεμοι ήτανε. Οι τρεις που είχαν κρυφακούσει το προηγούμενο βράδυ δεν κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Διέδωσαν τα περίεργα που είχαν ακούσει σε όλο το πλήρωμα:

«Ο ήχος που ακούστηκε ερχόταν από εκεί!» «Κάτι για την Ελλάδα συζητούσαν, είναι έλεγε η πατρίδα της…» «Ναι, η φωνή γυναικεία.» «Ο δόκιμος τής έλεγε πως τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ.» «Την ακούσαμε να ισχυρίζεται πως είναι θεά και όχι μάρμαρο, πολύ παράξενο.» «Όλο αυτό πάντως έχει να κάνει σίγουρα με πολιτικό παιχνίδι!» «Και αν έχει να κάνει με μαγεία;» «Γυναίκα σε πλοίο είναι γρουσουζιά!» «Πρέπει να απαιτήσουμε να μάς δείξουν τι υπάρχει εκεί, όλο το πλήρωμα πρέπει να ξέρει!»

Κάποιοι τα πίστευαν και κάποιοι όχι. Πάντως όλοι είχαν μεγάλη περιέργεια.

Για αυτό και όταν μιλούσε ο Αλμπέρ με τον Νικολά στο κατάστρωμα, τους πλησίασαν δύο εκπρόσωποι του κύματος περιέργειας. Και ποιοι μπορεί να ήταν άραγε; Οι αυτόπτες μάρτυρες, αυτός με το μεσόφρυδο και ο καχύποπτος. Στάθηκαν προσοχή, διότι ο Αλμπέρ ήταν αξιωματικός. «Τί θέλετε;» τους ρώτησε.

«Κύριε δόκιμε, επιτρέψτε μου να παραδεχτώ, πως εγώ…»

«Και εγώ!» πετάχτηκε ο άλλος…

«και αρκετοί άλλοι από το πλήρωμα έχουμε ακούσει τη φωνή που προσπαθείτε να μάς κρύψετε. Δεν ξέρουμε ποια μπορεί να είναι η λογική εξήγηση, αλλά εκ μέρους όλου του πληρώματος ζητώ να πείσετε τον πλοίαρχο και τον πρόξενο αυτόν, να μάς αποκαλύψουν τι κρύβουν στο αμπάρι του πλοίου.»

«Τί είναι αυτά που λέτε; Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να έχετε τέτοια αιτήματα;» ταράχτηκε ο Αλμπέρ.

«Ξέρουμε ότι ο περίεργος ήχος έχει σχέση με αυτό και έχει να κάνει με την ασφάλειά μας. Πρέπει να γνωρίζουμε!»

«Αλμπέρ!» φώναξε ο γραμματέας «Ίσως είναι για καλό. Δεν μπορεί αυτό να μείνει κρυφό.» γύρισε στους ναύτες «Αφού έχετε ακούσει τη φωνή και εσείς, πρέπει να το αποκαλύψουμε και στους ανωτέρους μας.»


----------


«Χα! Μου φαίνεται, πως έχετε όρεξη για χωρατά… Αλλά εμείς ουδεμία όρεξη έχουμε να ασχολούμαστε με φάρσες τη στιγμή που προσπαθούμε με τους υπόλοιπους αξιωματικούς να καταλάβουμε τι συνέβη στο πλοίο!» φώναξε ο πλοίαρχος.

Βρίσκονταν μπροστά του σε μια γραμμή όλοι, οι τρεις ναύτες, ο μάγειρας Βικτόρ, ο γραμματέας Νικολά, ο Αλμπέρ και κατέθεταν τις μαρτυρίες τους.

«Μα δεν χρειάζεται να προσπαθείτε, σας λέμε εμείς τι συνέβη! Ο ήχος ήταν το κλάμα του αγάλματος!» επέμενε ο Αλμπέρ.

«Εμένα μού μιλούσε εδώ και καιρό», έλεγε ο Νικολά.

Εντωμεταξύ οι μάρτυρες δεν τα ξέρανε όλα και ξαφνιάζονταν και αυτοί με αυτά που άκουγαν από τους υπολοίπους.

«Έχει μαθευτεί σε όλο το πλήρωμα, αυτό δεν μπορείτε να το αγνοήσετε!» φώναξε ο ναύτης με το μεσόφρυδο. «Πρέπει να δείξετε σε όλους τι υπάρχει εκεί κάτω, γιατί αυτά περί αγάλματος και φωνών δεν μας πείθουν.»

«Είστε τρελοί! Εκεί μέσα υπάρχει μονάχα ένα άγαλμα! Έχουμε εντολή να μην το πλησιάσει κανείς!» είπε ταραγμένος ο πλοίαρχος.

Τόση ώρα το άγαλμα δεν έβγαζε μιλιά.

«Τότε πρόκειται για μαγεία!» ψιθύρισε ο ναύτης που καμία σχέση με όλα αυτά δεν ήθελε να έχει. «Τι; Λίγα έχουμε ακούσει;».

Ο Ντε Ριβιέρ δεν άντεξε:

«Ναι! Ακριβώς αυτό είναι: Μαγεία! Η μαγεία του απορρήτου και τις περιέργειας, που σας έχει κάνει τρελούς. Δεν μπορείτε να το δείτε και φτιάχνει το μυαλό σας χίλια δυο φαντάσματα. Λοιπόν, για να τελειώνουμε με αυτό το θέμα, θα σάς αποκαλύψω το άγαλμα! Αν και ο Ολιβιέ Βουτιέ θα με σκοτώσει που βάζω σε κίνδυνο την ασφάλεια του αγάλματος, είναι καλύτερο από το να διαρρεύσει το πλήρωμα στη Γαλλία ανεπιθύμητες και ψεύτικες φήμες για το φορτίο. Και επιτρέψτε μου και τούτη την αποκάλυψη: Δεν είναι κακό να δείτε με τα μάτια σας το προϊόν ενός πολιτισμού που σε λίγες μέρες επαναστατεί…»


----------


Η αποκάλυψη του αγάλματος κανονίστηκε να γίνει το επόμενο πρωί, παρόλους τους δισταγμούς. Ο Ντε Ριβιέρ όμως το είχε αποφασίσει! Από την στιγμή που είχαν τέτοιο ενδιαφέρον, γιατί να μην το δουν; Τα αριστουργήματα αυτά είναι για να τα βλέπει κόσμος και η φωνή αυτή που άκουγαν -εννοείται πως δεν υπήρχε- του φάνηκε σαν σημάδι πως ήταν η τέχνη του αρχαίου κόσμου που απαιτούσε να ξαναθαυμαστεί. Ίσως και από μάτια ανίδεα και αμαθή.

Αν και φοβόταν πολύ μήπως πάει κάτι στραβά, με χειρουργικές κινήσεις αυτός και όσοι άλλοι προσφέρθηκαν, έλυσαν το άγαλμα και το σήκωσαν με τη βοήθεια ενός μηχανισμού σχοινιών, που είναι για να σηκώνει βαριά κιβώτια και αντέχει πολύ βάρος. Κράτησαν το ύφασμα, πρώτον για να γίνει πιο εντυπωσιακή η αποκάλυψη και δεύτερον, για να μην το γδάρουν κατά την ανύψωση. Το άγαλμα πλέον από ξαπλωμένο βρισκόταν όρθιο στο αμπάρι και περίμενε τους επισκέπτες του.

Θα πήγαιναν να παρακολουθήσουν την αποκάλυψη όσοι δεν ήταν δεσμευμένοι από κάποια άλλη του καραβιού εργασία και στους υπολοίπους θα επιτρεπόταν να δουν το άγαλμα όταν δεν θα ήταν απασχολημένοι σε κάποιο πόστο. Τέσσερα μέτρα γύρω από το άγαλμα έθεσαν τα όρια τοποθετώντας καραβόσκοινο και για ένα εικοσιτετράωρο το αμπάρι του καραβιού θα γινόταν εκθεσιακός χώρος.

Μεσοπέλαγα λοιπόν, προετοιμαζόταν ο Ντε Ριβιέρ να πραγματοποιήσει τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος. Είχε μαζευτεί σχεδόν όλο το πλήρωμα. Οι αξιωματικοί τους έκαναν να σωπάσουν, ο Αλμπέρ με τον Νικολά κοιτάχτηκαν καλά-καλά και ο Ντε Ριβιέρ, ξεροβήχοντας, μίλησε: «Αγαπητό πλήρωμα, ύστερα από την έκφραση της ένθερμης περιέργειάς σας, έκρινα το αίτημά σας λογικό και γέννημα ενός υγιούς ενδιαφέροντος. Καθώς τούτος ο θησαυρός δεν αποτελεί προσωπική ιδιοκτησία, αλλά δώρο ενός αρχαίου πολιτισμού στην ανθρωπότητα, δεν έχω λόγο να στερώ τη θέα του από κανέναν άνθρωπο. Μην διανοηθείτε να το πλησιάσετε και αν αισθανθείτε ότι τα μάτια σας το γδέρνουν, παρακαλώ να τα κλείσετε. Αν και ήλπιζα τούτη την κίνηση να την κάνω μπροστά στον Λουδοβίκο τον ΙΗ’, σας παρουσιάζω το αρχαίο ελληνικό άγαλμα που απεικονίζει τη θεά Αφροδίτη, θεά της ομορφιάς. Σάς παρουσιάζω την Αφροδίτη της Μήλου!» και με μία κίνηση τράβηξε το ύφασμα και η Αφροδίτη αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο. Το κατάχλωμο άγαλμα κατάφερε να κρατήσει για αρκετή ώρα τα μάτια στο αμπάρι θαμπωμένα. Σιωπή επικρατούσε. Και ενώ ήτανε μακριά τους σε απόσταση είχε μία περίεργη πνοή. Νόμιζαν όλοι πως από την μια στιγμή στην άλλη θα κινούσε τους βοστρύχους της. Και ενώ τα μάτια της ήτανε κάτασπρα καταφέρνανε και είχανε ένα βλέμμα τόσο ζωντανό και διαπεραστικό… Ένας βραχνός ναύτης έσπασε πρώτος τη σιωπή: «Είπατε πως αν αισθανθούμε τα μάτια μας να την γδέρνουν να τα κλείσουμε, μα τούτη μάς κοιτάει πιο έντονα από ότι εμείς!»

Και κάποιος άλλος από πιο πίσω: «Και αν είχε και χέρια στα σίγουρα θα μάς άγγιζε!»

«Μα είχα χέρια!» μίλησε η Αφροδίτη ασάλευτη «Έπρεπε να μού έχετε φέρει τα χέρια μου, αν θέλατε να με εκθέσετε μπροστά σε τόσους άντρες!»

Οι ανάσες όλων είχαν κοπεί. Ήταν όμως τόσο γαλήνια η αύρα του αγάλματος και τόσο γλυκιά η φωνή του που κανείς δεν τρόμαξε. Ήταν τόσο μαγικό αυτό που συνέβη που δεν είχαν δύναμη να σκεφτούν αν ήταν αληθινό και λογικό. Είχαν μόνο αγωνία αν θα συνεχίσει.

«Ομιλεί!» ψέλλισε ο Ντε Ριβιέρ, κοκαλωμένος μπρος στην ψηλή Αφροδίτη.

«Όλοι φοβούνται στην αρχή όταν τους μιλάω… Με κοιτάτε όλοι σας παγωμένοι! Εγώ όμως μόνο θετικά αισθήματα θέλω να σάς φέρω… Εδώ και πολύ καιρό, θαμμένη στο χώμα δεν έβλεπα ανθρώπους. Μιλήστε μου, σας παρακαλώ! Θα σάς μιλήσω και εγώ, μην κάθεστε σιωπηλοί απέναντί μου.»

«Αυτός ο ήχος, ήσασταν εσείς που κλαίγατε… Μήπως θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας τον λόγο;» ρώτησε δειλά ο Ντε Ριβιέρ.

«Εγώ ήμουν. Μου είπε κάποιος που ήτανε εδώ πως η ελευθερία του κόσμου μου είναι βυθισμένη στη θάλασσα!»

«Μα, αυτός ο κουτός Αλμπέρ δεν στα είπε όλα! Μπορεί η ελευθερία του κόσμου σου να είναι βυθισμένη, όμως ο κόσμος σου θα επαναστατήσει και θα αναδυθεί όπως και εσύ! Μην κλαις Αφροδίτη, παρά μονάχα να χαίρεσαι που είσαι πια στο φως!»

«Επανάσταση… Άρα θα υπάρχουν μάχες… Τότε δεν μπορώ εγώ να χαίρομαι. Έπρεπε να είχες ξεθάψει τον Άρη, εκείνος θα χαιρόταν! Εγώ τι να κάνω τώρα; Στον πόλεμο κανείς δεν έχει χρόνο για έρωτα!».

«Όμως, εμείς Αφροδίτη, δεν ξεθάψαμε τον Άρη, εσένα ξεθάψαμε! Εμείς αναζητούμε την ελευθερία και την ομορφιά, όχι το σκοτάδι και τη βαρβαρότητα» αποκρίθηκε ο Ντε Ριβιέρ.

Η συζήτηση ακουγόταν σε όλο το αμπάρι.

Ξεκίνησαν δάκρυα να κυλούν στα αυλάκια του ελαφρώς γδαρμένου της προσώπου. «Τόσα χρόνια με δόρατα, αιγίδες, τόξα και σπαθιά… Και ήτανε όλοι οι θεοί που στοιχημάτιζαν και που έπαιρναν τα παιχνίδια τούτα πολύ προσωπικά. Και ήμουν και εγώ που έκανα τάχα πως παίρνω μέρος… Αλλά σαν τελείωνε η μάχη και οι θεοί έφευγαν θιγμένοι και αδιάφοροι, εγώ περπατούσα στην νεκρική απλωσιά, ανάμεσα στα ασάλευτα, ματωμένα κορμιά… Ερχόταν ο Πλούτωνας και ο Ερμής να τα μαζέψουν. «Τί κάνεις εδώ Αφροδίτη;» μου έλεγαν «Εδώ δεν υπάρχει ομορφιά.». Έφευγα ζαλισμένη και έτρεχα στο πέλαγος να αδειάσω από το στόμα μου, όπως κάνουν οι θνητοί, την αηδία μου. Και μετά γυρνούσα στον Όλυμπο εκεί που όλοι οι θεοί θωρούσαν αυτό το θανατικό σαν ένα παίγνιο με κυβεία. Εγώ αποστρεφόμουν την αγριότητα. Προσπαθούσα να ξορκίσω με λουλούδια και με μύρους αυτά που με έκαναν να τρέμω. Έτρεμα δίχως να έχω σάρκα.»

«Τι να πούμε τώρα εμείς που έχουμε και σάρκα. Δες μας πώς τρέμουμε…» ακούστηκε μία φωνή από το βάθος του αμπαριού.

«Όμως δεν πρέπει να τρέμεις τώρα, Αφροδίτη! Ο αγώνας αυτός θα έχει αίμα και θυσίες, αλλά δίχως αυτόν τον αγώνα ο κόσμος σου θα παρέμενε βυθισμένος.» είπε και ο γραμματέας.

«Και τα έφερε τώρα η μοίρα να σε πάρουμε από τον τόπο σου για να μην τα δεις όλα αυτά!» ακούστηκε κάποιος άλλος.

« Κάπου πάνω μου γράφει: «...ΝΔΡΟΣ ΜΗΝΙΔΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ ΑΠΟ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ ΕΠΟΙΗΣΕ», ο Αλέξανδρος της Αντιόχειας με είχε κατασκευάσει, κατόπιν παραγγελίας, για να τοποθετηθώ στο άλσος των Θεσπιών που είχε ναούς αφιερωμένους στον Έρωτα, στις Μούσες και σε εμένα. Όταν όμως η παραγγελία ματαιώθηκε, ο Αλέξανδρος με τοποθέτησε στο εργαστήριό του στη Μήλο όπου με θαύμαζε αυτός και οι μαθητές του. Ήτανε στα αλήθεια σπουδαίος γλύπτης και κάθε του δημιουργία ξεπερνούσε την προηγούμενη. Έτσι, στην αγωνία της εξέλιξης εμένα με ξέχασε και στεκόμουν εκεί κάπως παλιωμένη. Όλοι θαύμαζαν τα καινούργια του έργα και εγώ μαράζωνα, γιατί ως γλυπτό έχω την ανάγκη να θαυμάζομαι.

Ένας μαθητής του λοιπόν χανότανε να με κοιτάει και να, όπως τώρα, ξεκινήσαμε να μιλάμε. Τού έλεγα πως έχω την ανάγκη να ξεφύγω από τη λήθη. Αυτός πήρε αυτή μου την επιθυμία πολύ στα σοβαρά. «Αφροδίτη, θα σε πάρω από εδώ! Δες, ο δάσκαλος Αλέξανδρος και οι υπόλοιποι δεν σε θαυμάζουνε πια. Θα σε πάρω εγώ στο μέγαρό μου!». «Δεν πρέπει να εγκαταλείψω τον δημιουργό μου!», του έλεγα εγώ. Αυτός πίστευε πως ήταν για καλό μου και έτσι ένα βράδυ με πήρε από το εργαστήριο.

Εγώ όμως ήμουν πολύ θλιμμένη. Ήθελα να θαυμάζομαι, αλλά όχι και να προδώσω τον δημιουργό μου. Κοιτώντας με να κλαίω ο μαθητής μετάνιωσε και θέλησε να με γυρίσει πίσω. Αλλά όπως πλησιάζαμε είδαμε καπνούς. Το εργαστήριο φλεγόταν! Καταστροφή! Τα μάρμαρα μαύρισαν ή έσπασαν, οι μπρούτζοι έλιωσαν… Μόνο αποκαΐδια είχαν μείνει από τόσες δημιουργίες. Ο μαθητής τελικά με είχε σώσει! Είμαι από τα λίγα αγάλματα του δημιουργού μου, του Αλεξάνδρου της Αντιόχειας, που έχουν σωθεί».

Αυτή ήταν από τις πρώτες ιστορίες που τους είπε. Όλη η υπόλοιπη μέρα συνεχίστηκε έτσι: κάποιος από το πλήρωμα έλεγε κάτι και η Αφροδίτη θυμόταν ιστορίες από την παλιά της ζωή. Ξετυλιγόταν σε κάθε της λέξη ο πολιτισμός που είχε εκείνη γνωρίσει, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Και η ομορφιά του ήτανε τόσο κλασική, τόσο απλή που τους σαγήνευε όλους. Στέκονταν γύρω της μαγεμένοι, ακούγοντας για μύθους, για θρησκευτικές τελετές, αθλητικούς αγώνες, θέατρο, φιλοσοφία, συμπόσια, δημοκρατία…

Τής μίλησαν για την Γαλλία όπου θα την πήγαιναν. Της έδειξαν γκραβούρες από το Παρίσι. «Μα αυτή η πόλη είναι γεμάτη ομορφιά! Είναι πόλη που εκπέμπει τον έρωτα.» Γκραβούρες με Γαλλίδες: «Πιο λεπτεπίλεπτες δείχνουν αυτής της φυλής οι γυναίκες.», ψέλλισε. Και τής διάβασαν και κάποια γαλλικά ποιήματα από ένα βιβλίο που συμπτωματικά κουβαλούσε ένας αξιωματικός. «Μα δεν θα φέρετε τη λύρα;» «Πλέον απαγγέλλουμε τα ποιήματα χωρίς μουσική.» Και μετά ξεκίνησε και αυτή να τους απαγγέλλει αρχαία ποιήματα.

Κοντά στο σούρουπο άρχισε πάλι θαλασσοταραχή. «Ο Ποσειδώνας μάς κουνάει!», έλεγε η Αφροδίτη καθώς ακίνητη την λίκνιζε ο ρυθμός του κύματος. Εντωμεταξύ ο Ντε Ριβιέρ και οι λοιποί έτρεμαν όταν την έβλεπαν έτσι, να χορεύει πέρα δώθε, μην πέσει, και σπάσει και χαθεί ο πολύτιμος θησαυρός.

Ο Αλμπέρ την πλησίασε και τής ψιθύρισε. «Σε λιγότερο από τριάντα μέρες, Αφροδίτη, θα ξανά-αναδυθεί ο αρχαίος κόσμος σου! Αυτό να ξέρεις, τώρα που θα είσαι μακριά από τον τόπο που σε γέννησε. Ήθελα να σού δείξω και κάτι ακόμα, η θάλασσα μπορεί να είναι αγριεμένη, αλλά δες τι εμφανίζεται στο βάθος του ορίζοντα» έδειξε από το φινιστρίνι «ο ήλιος που είναι τώρα ερυθρός αγγίζει το πέλαγος και σχηματίζουν δύο μορφές αγκαλιασμένες.»

«Μία αγκαλιά στη θαλασσοταραχή, ψέλλισε η Αφροδίτη.


----------


Στο λιμάνι όπου έφτασαν ύστερα από λίγες μέρες, πριν κατεβάσουν το άγαλμα στη προκυμαία, στάθηκε όλο το πλήρωμα προσοχή στο κατάστρωμα για να περάσει ο μοναδικός αυτός θησαυρός.

Ο πλοίαρχος στάθηκε σοβαρός με βλέμμα καθήκοντος μπροστά της:

«Αφροδίτη της Μήλου, ήταν τιμή μας να σε συνοδεύσουμε! Από πλευράς μας, ορκιζόμαστε να κάνουμε ό,τι μπορούμε τα επόμενα χρόνια για να βοηθήσουμε την πατρίδα σου να αναγεννηθεί. Και δες, σου δίνουμε όρκο την πρώτη μέρα της άνοιξης! Τώρα που αρχίζει η ζωή…».