Διήγημα με θέμα από τον Γαλλικό Φιλελληνισμό





Πιατέλα με φιλελληνικό περιεχόμενο


Με πολλή χαρά και περηφάνια παρουσιάζουμε το διήγημα που συνέθεσε η μαθήτρια της Α’ λυκείου Μαρία-Ολβιανή Ρήγου, αφού μελέτησε με προσοχή τη συλλογή με χρηστικά αντικείμενα Γάλλων Φιλελλήνων που προβλήθηκε στην τάξη της.

Το διήγημα αναφέρεται σε έναν Παρισινό τεχνίτη που στο εργαστήριό του κατασκευάζει, κατόπιν παραγγελίας, έργα με φιλελληνικό ενδιαφέρον. Σταδιακά, παρασύρεται κι ο ίδιος από τον φιλελληνικό πυρετό των συμπατριωτών του και, έστω κι αν δεν το επεδίωξε αρχικά, βοηθά αποφασιστικά τον Ελληνικό Αγώνα με τα έργα του.

Απολαύστε το κείμενο της μαθήτριάς μας.



«Ο τεχνίτης»

Ρήγου Μαρία-Ολβιανή (τμήμα Α4, Α’ λυκείου του Β’ Αρσακείου Λυκείου Ψυχικού)


Ο αυχένας του είχε πιαστεί και το σώμα του είχε μουδιάσει από την ακινησία. Τον φαγούριζε η μύτη του, το μέτωπό του, η κοιλιά του, μα με τα χέρια του γεμάτα από μπογιές δεν μπορούσε να ξυστεί καθόλου. Κοιτάει το ρολόι και η ώρα έχει πάει έντεκα και μισή. Πόση ώρα κάθεται εκεί; Να κάθεται πέντε ώρες; Ένα διάλειμμα είχε κάνει μόνο να πιεί λίγο νερό. Σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, με προσήλωση ζωγράφιζε την πορσελάνινη πιατέλα. Τα μάτια του, συγκεντρωμένα στο έργο του, πού και πού ξεκουράζονταν, κοιτώντας απλανή και νυσταγμένα την λάμπα λαδιού που σιγόκαιγε στο άδειο εργαστήριο. Μέχρι τα ξημερώματα έπρεπε να προλάβει να τελειώσει και αυτήν και μία ακόμα πιατέλα, συν ένα ακόμα βάζο, σαν αυτό το υπέροχο που είχε τελειώσει πριν από λίγο. Του έριξε ένα βλέμμα και αισθάνθηκε περήφανος για το έργο του! Ήλπιζε μέχρι την επόμενη εβδομάδα να έχουν στεγνώσει όλα, γιατί έπρεπε να τα παραδώσει στον Μεσιέ Λαμέρ.

Ο Μεσιέ Λαμέρ ήταν ένας κύριος χοντρός με μεγάλο μουστάκι, που μία φορά του είχε κάνει κάποιος το κομπλιμέντο, πως η μορφή του είναι τόσο επιβλητική, όσο και αυτές των ελλήνων οπλαρχηγών. Από τότε έγινε Φιλέλληνας! Ήταν και αυτός ένα από τα ονόματα στην μακρά λίστα που είχε ακουμπισμένη δίπλα του. Ήταν η λίστα με τις παραγγελίες. Σχεδόν όλοι οι πελάτες του ήταν Φιλέλληνες και του ζητούσαν αντικείμενα με θέματα βγαλμένα από τον ξακουστό αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία.

Για τους Έλληνες καθόλου δεν είχε ενδιαφερθεί. Όταν όμως άρχισαν να ενδιαφέρονται οι πελάτες του για αυτούς, άρχισαν να ενδιαφέρουν και εκείνον. Πάντως έστω και αν η γνωριμία του με τους Έλληνες υπήρξε στην αρχή επαγγελματική, δεν μπορούσε να αρνηθεί, πως όλη αυτή η πίστη, ο ηρωισμός τους, η ανδρεία τους του έφερνε έναν άνεμο στην καρδιά. Έναν άνεμο, σαν αυτόν που φύσαγε τις σημαίες στις παραστάσεις που ζωγράφιζε.

Μία μέρα λοιπόν, ρωτάει τον Λαμέρ, πώς και ορμάνε με τόση γενναιότητα στις εχθρικές σπάθες αυτοί οι Έλληνες;… Τέτοια αυταπάρνηση σίγουρα θα υπηρετούσε κάποιον ιερό σκοπό.

«Δεν αντέχουν άλλο τη σκλαβιά!»

Αλλά δεν κατάφερε να τον καλύψει: «Μα, κανείς δεν θέλει την σκλαβιά, όμως αυτούς ποιος τους φώτισε με τόση γενναιότητα;»

«Ίσως οι ήρωες προγονοί τους!» είχε απαντήσει ο Μεσιέ Λαμέρ και μετά έπρεπε να φύγει, έτσι η συζήτηση δεν συνεχίστηκε.

Τον τελευταίο καιρό όλο του γύριζαν στο μυαλό οι παραστάσεις με τους Έλληνες. Όμως δεν ήξερε και πολλά πράγματα από ιστορία και αυτό με τους προγόνους τους δεν μπορούσε να το καταλάβει. Είχε δει τον συνεργάτη του και αγαπημένο φίλο του Φρανσουά, να δουλεύει ένα αγαλματίδιο από μπρούντζο, που αναπαριστούσε μία μορφή ενός αρχαίου Έλληνα. Και τον είχε ρωτήσει, για να μάθει: «Γιατί σου παρήγγειλαν έναν αρχαίο; Γιατί δεν κάνεις τις κλασσικές μορφές με τις φουστανέλες;» Και ο Φρανσουά, ο οποίος είχε και αυτός πολλούς Φιλέλληνες πελάτες, του έδειξε μία γκραβούρα λέγοντάς του: «Μου έδωσαν αυτό και μου ζήτησαν να φτιάξω ένα αγαλματίδιο με αυτήν την μορφή. Μου είπαν μόνο πως τον λένε Λεωνίδα και ήταν ένας αρχαίος, γενναίος στρατηγός!». Όμως και πάλι δεν μπορούσε να καταλάβει. Ο Λεωνίδας είχε πεθάνει, πως τους έδινε δύναμη; Είχε ακούσει για πνεύματα που φωτίζουν απογόνους τους, αλλά αυτά ήταν απλά παραμύθια. Κάτι άλλο έπρεπε να τους έδινε τόση δύναμη…

Έκανε και ένα κρύο τσουχτερό και τα λεπτά του δάχτυλα, τα τόσο επιδέξια, δυσκολεύονταν να κινήσουν με την τελειότητα που έπρεπε το πινέλο. Όμως τα ζέσταινε με τα χνώτα του και συνέχιζε. Σήμερα ήταν σχετικά καλά, υπήρχαν άλλες μέρες που έκανε πολύ περισσότερο κρύο και τα δάχτυλά του έτρεμαν πολύ περισσότερο και οι μορφές και οι παραστάσεις έβγαιναν σαν από χέρια αρχάριου. Εκείνη την ημέρα πάντως τα κομψοτεχνήματά του, του έβγαιναν σχεδόν άψογα. Μέσα στην προσήλωσή του, χαμογέλασε, αφού σκέφτηκε την μητέρα του, που έλεγε: «Έχω τρία αγόρια και τα τρία έχουν συνεχώς τα χέρια τους λερωμένα από τη δουλειά!» Και αυτό ήταν μία μεγάλη αλήθεια, καθώς είχε δύο αδέλφια και ήταν και οι τρεις τους χειρώνακτες. Ο ένας ήταν εργάτης στις οικοδομές και ο άλλος φούρναρης. Είχε και μία αδελφή, που ήταν παντρεμένη.

Την είχε συναντήσει τις προάλλες και αντί να μιλούν για θέματα πρακτικά, για θέματα οικογενειακά ή και οικονομικά, γιατί νομίζετε άραγε πως είχαν πιάσει θερμή κουβέντα; Για τους Έλληνες! Η αδελφή του είχε επισκεφθεί το εργαστήριό του πολλές φορές και είχε δει τις φιλελληνικές παραστάσεις, ακούγοντας και διάφορα από τον κόσμο, είχε φαγωθεί να μάθει για τους Έλληνες. Την είχε πιάσει ένα ενδιαφέρον μεγάλο και ένας ενθουσιασμός, γιατί άκουγε λέει, πως πολεμούσαν και γυναίκες.

«Ανήσυχο θηλυκό!» την πείραζε ο τεχνίτης «Άστα αυτά! Πες μου, τί κάνει ο άντρας σου; Πώς περνάτε; Σου φέρεται καλά;»

Όμως αυτή, λες και δεν τον άκουγε, επέμενε να ρωτάει για τους Έλληνες: «Και πες μου αγαπημένε μου αδελφέ, τα καταφέρνουν οι Έλληνες; Νικάνε; Αυτοί οι φίλοι σου οι πλούσιοι, έχω ακούσει, πως τους βοηθάνε. Ήθελα να σε ρωτήσω, αυτές οι γυναίκες πολεμούν με φορέματα; Ή μήπως ντύνονται αντρικά;»

«Δεν ξέρω και πολλά, θα σε γελάσω… Πάντως σίγουρα δεν πηγαίνουν στην μάχη με κρινολίνα. Το έχουν πάρει απόφαση να απελευθερωθούν! Τα πάντα κάνουν, σίγουρα κάποια στιγμή θα τα καταφέρουν.»

Μα τι σόι έρωτας τους είχε πιάσει όλους με αυτούς τους Έλληνες; Δικά τους προβλήματα δεν είχαν; Μέχρι και ο ίδιος, ένας άνθρωπος καλλιτεχνικής αλλά βαθιά ρεαλιστικής φύσεως, ένας άνθρωπος που ίσως να μην είχε και πολλά περιθώρια για ιδεαλισμούς και ρομαντισμούς, είχε παρασυρθεί από την ίδια δίνη, από το ίδιο ενδιαφέρον, από τον ίδιο έρωτα. Αυτά που ζωγράφιζε, έστω και αν το έκανε για να βγάλει το ψωμί του, ζωντάνευαν μπροστά του την αποθέωση του ανθρώπου. Έτρεχαν με τα βήματα του αέρα, σύντροφοί τους τα άγρια όρη, σύμμαχοί τους οι αετοί. Κατανικούσαν κάθε φόβο, κάθε σπαθί το λύγιζαν, κάθε θάνατο τον ξόρκιζαν. Και έτσι του ερχόταν, να σηκωθεί από το κρυμμένο σε ένα στενό εργαστήριό του και να πάει να πολεμήσει, να γίνει ήρωας!

«Και πες μου και κάτι τελευταίο, καλέ μου αδελφέ… Πιστεύουν στον Χριστό οι Έλληνες; Ή πιστεύουν σε αυτά που πιστεύουν και οι άλλοι οι… Πώς τους λένε;»

«Για τους Οθωμανούς λες;»

«Ναι για αυτούς! Πιστεύουν σε αυτά που πιστεύουν και οι Οθωμανοί;»

«Όχι, όχι! Σε αυτά που ζωγραφίζω υπάρχουν σταυροί! Χριστιανοί είναι και πολύ πιστοί μάλιστα. Αυτό νομίζω πως τους έκανε να αισθανθούν και διαφορετικοί από τους Τούρκους. Αλλά όπως σου είπα θα σε γελάσω, δεν ξέρω πολλά.»

Και τότε του είχε έρθει μία αναλαμπή!... Ένα βράδυ, καθώς πήγαινε στο εργαστήριό του, θέλησε να επισκεφθεί την εκκλησία. Και σκέφτηκε, πως αφού κάνει τον κόπο να πάρει άλλον δρόμο, θα άξιζε να πάει λίγο πιο μακριά, στην Μεγάλη, στην Παναγία των Παρισίων. Γονάτισε και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις προσευχές του. Μα ένα πράγμα βούιζε επίμονα στο μυαλό του. Ώσπου δεν άντεξε, κοντοζύγωσε το άγαλμα της Παναγίας και την ρώτησε: «Εσύ; Εσύ είσαι που δίνεις δύναμη στους Έλληνες και πολεμάνε για την λευτεριά τους; Αλλά εσύ είσαι συμπονετική και, αν δίνεις δύναμη στους Έλληνες, τότε σίγουρα θα κάνεις τις κόψεις των σπαθιών τους πιο απαλές για τους εχθρούς τους, γιατί εσύ δεν θες να πονάει κανένα σου παιδί… Αλλά ευλογείς τους Έλληνες καλή μου Παναγία, σωστά;» Και τότε η Παναγία του έγνεψε καταφατικά. Το είχε δει με τα μάτια του και δεν ήταν άνθρωπος που είχε παραισθήσεις.

Είχαν περάσει από τότε δύο μέρες. Και αυτές τις δύο μέρες δούλευε αδιάκοπα και με μεράκι, αφού κοσμούσε αντικείμενα με παραστάσεις ιερές. Έβαζε όλη την τέχνη του και ποιο κρύο; Ποιο κρύο θα τον εμπόδιζε; Ήταν από το πρωί (που είχε κοιμηθεί μονάχα τρεις ώρες) ξύπνιος και ζωγράφιζε, σμίλευε, επιχρύσωνε, πατίναρε και καλούπωνε.

Κούνησε ξανά τον αυχένα του για να ξεπιαστεί. Είχε σε μία γωνία αφημένα δύο αντικείμενα. Του τα είχε δώσει και τα δυό ο Φρανσουά. Το ένα ήταν μία φιλελληνική βεντάλια, που είχε σχιστεί σε ένα σημείο, πολύ μικρή λεπτομέρεια, και δεν μπορούσε να την πουλήσει. Την είχε δώσει στον φίλο του και αυτός αμέσως σκέφτηκε να την χαρίσει στην αδελφή του. Ήτανε μία ακριβή βεντάλια που ποτέ δεν θα μπορούσε να την αγοράσει από μόνη της. Απεικόνιζε την επιστροφή ενός πολεμιστή. Σίγουρα θα ξετρελαινόταν, δεν θα την άφηνε ούτε στιγμή από τα χέρια της! Το άλλο αντικείμενο ήταν ένα κέντημα, το οποίο είχε και αυτό δύο μικρές τρυπούλες. Απεικόνιζε έναν έφιππο έλληνα πολεμιστή και ήθελε να το δώσει στον αδελφό του να το κρεμάσει στον φούρνο. Ποιος θα πρόσεχε την μικρή του φθορά; Ούτε ο ίδιος, που ήταν μέσα στα πράγματα δεν την είχε προσέξει…

Όμως σταμάτησε να κοιτάει τα αντικείμενα στην γωνία και συνέχισε την δουλειά του. Η πιατέλα που έφτιαχνε εκείνη την στιγμή αναπαριστούσε μία σφαγή και η επόμενη που είχε να φτιάξει θα αναπαριστούσε μία αιχμαλωσία. Αγρίεψε λίγο, το στομάχι του σφίχτηκε. Μάλλον καλύτερα που δεν ζει στην Ελλάδα… Τι φριχτά πράγματα που θα έβλεπε; Και αυτοί οι ήρωες, ο Μιαούλης, ο Μπότσαρης, ο Κανάρης, η Μπουμπουλίνα, ίσως και εκείνος ο Λεωνίδας θα έπρεπε να ήταν πολύ σκληροί άνθρωποι. Αλλά πώς θα γινόταν αλλιώς; Δεν θα μπορούσαν να είναι σαν τις πορσελάνες που κατασκεύαζε, τόσο εύθραυστοι. Θα έπρεπε να έχουν σάρκα ατσαλένια και μυαλό κοφτερό, σαν λαμαρίνα.

Πριν από αρκετό καιρό του είχαν κάνει δώρο κάτι πελάτες του, ένα σαπούνι, που είχε πάνω την εικόνα του Υψηλάντη. Προς στιγμήν δεν είχε καταλάβει περί τίνος επρόκειτο και νομίζοντας πως η εικόνα είχε κάποια σχέση με το σαπούνι, φώναξε: «Όχι, όχι εμένα δεν μου αρέσουν αυτά! Σαπούνια από σάρκα ανθρώπου; Πώς μπορείτε και το κάνετε;» Όλοι γέλασαν και του εξήγησαν και του επιβεβαίωσαν πως η εικόνα του Υψηλάντη δεν είχε καμία σχέση με το σαπούνι. Έτσι δέχτηκε το δώρο και κράτησε και την εικόνα του Υψηλάντη, την οποία ίσως να την ζωγράφιζε αργότερα σε κάποιο κουτί.

Μια άλλη φορά τον είχαν κεράσει ένα λικέρ, που είχε τίτλο «Το ηδύποτο των γενναίων Ελλήνων» και του άρεσε πολύ και είχε πιει λίγο παραπάνω. Τα θυμόταν όλα αυτά και γελούσε.

Οι ώρες περνούσαν και αυτός συνέχιζε τα έργα του, ώσπου έφτασε το ξημέρωμα και τον πήρε ο ύπνος πάνω στον πάγκο του. Το εργαστήριό του ήταν γεμάτο από την Ελλάδα και τους ήρωές της. Βέβαια, ο ταπεινός τεχνίτης και τα μάτια του όταν έκλεινε, πάλι την Ελλάδα ονειρευόταν. Τα όνειρά του ήταν γεμάτα ηρωισμό, γεμάτα θάλασσα, γεμάτα Ελληνίδες.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η ζωή του κυλούσε και ασχολούνταν με πολλά άλλα πράγματα, αλλά ποτέ δεν έφυγε η Ελλάδα από τα όνειρά του. Η καρδιά του ποτέ δεν κουράστηκε να φτερουγίζει κάθε φορά που σκεφτόταν την ανδρεία, τις θυσίες, αυτές τις μορφές που έφερναν ζωντανή στο μυαλό του την απογείωση του ανθρώπου.

Την Ελλάδα δεν την επισκέφθηκε ποτέ, πήρε μία ιδέα μόνο από την χάρτα του Ρήγα. Όμως από το μικρό του εργαστήριο, όχι μόνο την είχε επισκεφθεί, αλλά είχε παλέψει και για αυτήν…